Εκατό χρόνια συμπληρώνονται σήμερα απο τη μέρα(3 Ιανουαρίου 1911) που έφυγε απο τη ζωή ο μεγάλος σκιαθίτης διηγηματογράφος, ο επονομαζόμενος και "Άγιος των Γραμμάτων" .Το Γυμνασιό μας είχε την τιμή να τον φιλοξενήσει ως μαθητή της Α΄Τάξεως του Γυμνασίου(1867-1868).Δυστυχώς, κατά τη διάρκεια του επόμενου σχολικού έτους(1869)συγκρούεται με τον καθηγητή των Ιερών(Θρησκευτικών σήμερα),γιατί του φαινόταν " πλέον του δέοντος αγράμματος" ,όπως ο ιδιος γράφει.Έτσι εγκαταλείπει τη φοίτησή του στη μέση της σχολικής χρονιάς. Απο τότε αρχίζει η περιπέτειά του με τα γράμματα και η ανάδειξή του σε μεγάλο συγγραφέα. Ως ελάχιστο φόρο τιμής αναδημοσιεύουμε τη βιογραφία του.
Η Βιογραφία του
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851. Γιος παπά, μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του θεού καί εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα ξωκκλήσια καί την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτο γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στη μονή του Ευαγγελισμού. Επί οχτώ μήνες έζησε ως καλόγερος στο «"Αγιον Όρος». Φοίτησε στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά καί το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός (ο πατέρας του είχε να θρέψει τόσα στόματα) άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις καί προγυμνάσεις μαθητών. Σε συνέχεια γράφτηκε στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες πού έκαμε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του έγινε καημός και μαράζι του πατέρα του, πού τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί κοί να βοηθήσει τίς τέσσερεις αδελφές του, πού τελικά οι τρεις έμειναν ανύπαντρες καί αυτές του παραστάθηκαν με υική αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές και στις αρρώστιες του,όταν πικραμένος και απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, έφευγε καί κρυβόταν σαν τον τρυποφράχτη, στην ησυχία και μοναξιά του μαγευτικού νησιού του. Μα οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές καί σύντομα θα αναγκαζόταν ν'αφήσει την ήσυχη γωνιά του και να ξανάρθει στην Αθήνα.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί καί νά κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής καί λιτοδίαιτος. Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον αλησμόνητο καί προοδευτικό δημοσιογράφο Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα «Ακρόπολη». Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην «Ακρόπολη» ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δρχ. το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες καί περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, ή οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Όταν πάρει το μισθό του, θα πληρώσει τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (πού έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια) θα δώσει το νοίκι, θα στείλει στη Σκίαθο, θα μοιράσει στους φτωχούς, θα σπαταλήσει σαν άρχοντας μ' ανοιχτό χέρι, χωρίς υπολογισμό, χωρίς σκέψη της αυριανής μέρας. Κι έτσι θα μείνει, όπως πριν, απένταρος, στενοχωρημένος, χωρίς να μπορέσει να πάρει ένα μαντίλι, ένα πουκάμισο, να κάνει μια φορεσιά ρούχα, πού τόσο είχε ανάγκη. Κι αυτή η ιστορία γίνεται πάντα, τα παθήματα δεν του γίνονται μαθήματα, να βάλει μια τάξη στη ζωή του. Εμεινε για πάντα άτσαλος, αδέξιος, άψήφιστος, αδιάφορος. Δεν είναι άξιος να περιποιηθεί τον εαυτό του, η αναμελιά του δεν έχει όρια, και συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία καί νωθρότητα, με μια πλέρια αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατά σε μια άξιολύπητη αθλιότητα. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, δεν νοιάζεται νια τίποτα. Ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί είναι λιτότατος καί ασκητικός, σκορπάει τα λεπτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει χρήματα στην τσέπη του, «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» γράφει κάπου. Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία καί τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Μα και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, οπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό έσωτερικΟ του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του.
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και ύμνητή «του ρόδινου νησιού του», θρασσομανάν οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τ'αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, οπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.
Και όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως καί μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : «Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σοφρωνώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, πλάτυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται οτι αύτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στον τόπο μας. Ο ρακένδυτος μάγος της Σκιάθου διαχύνει στο έργο του μια πλούσια σποτάλη ταλέντου, πού τον κσθιερώνει ως πρωθιεράρχη της πεζογραφίας μας. Ενα απόθεμα μνήμης τροφοδοτεί αείροα τις εμπνεύσεις του, ένας ποιητικός οίστρος τις διαποτίζει, μια μαγεία του λόγου τις μετουσιώνει. Οι ήρωες του απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεων τους με τη ζωή, γίνονται χαρακτήρες και άνθρωποι. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πρίν το θάνατο του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος και γόνιμη φαντασία. Σκορπάει στις σελίδες του το απόθεμα της θρησκευτικής του κατάνυξης, που τον συγκλόνισε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στίς εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο ηλιοπλημμυρισμένο Αιγαίο είτε στη φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει το βυζαντινό ημίφως του μυστικισμού του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιονικής του αγάπης.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του οτι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γίνεται και πιο δύσκολη. Η φτώχεια και η μιζέρια, το πιοτό και η ασυλόγιστη απλοχεριά του γίνονται αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, και η υγεία του σε κακά χάλια. Οι φίλοι του Μ. Μαλακάσης, Νώντας Δεληγιώργης, Π. Νιρβάνας, Δ. Κακλαμάνος. Άρ. Προβελέγγιος κ.α, οργανώνουν μια γιορτή στον «Παρνασσό» το 1908, για τα λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και σύγχρονο του μαζεύουν ένα ποσό για να τον βγάλουν από το οικονομικό αδιέξοδο. Και πράγματι ο Παπαδιαμάντης πληρώνει τα χρέη του, αγοράζει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάζεται να γυρίσει στο νησί του. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπαθεί να τον βάλει στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μάρτη 1908 φεύγει για το νησί του, για να μην ξαναγυρίσει στον τόπο της καταδίκης και του μαρτυρίου του, στην πόλη «.. της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών..>> όπως έγραψε. Στο αποχαιρετιστήριο φιλικό φαγοπότι τραγούδησε μας λέει ένα χρονικό, πολύ παθητικά (για πρώτη φορά) σαν να'θελε ν'αφήσει τον τελευταίο χαιρετισμό στους αγαπημένους φίλους και στη ζωή. Ηταν το κύκνειο τραγούδι του!
Στο νησί του εξακολουθεί να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ό Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα υστέρα από λίγο τα χέρια του πρίστηκαν και του είναι δύσκολο να γράφει. Έχει όμως ξαναβρεί τον εαυτό του, χαίρεται το αγαθό της ψυχικής γαλήνης και μοναξιάς και ανακουφίζει τον πόνο του. Σηκωνόταν πολύ πρωί, έφερνε μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι υστέρα έμπαινε στην εκκλησία. Πολλές φορές οδοιπορούσε μόνος του τη νύχτα με φεγγάρι, δίχως να λογαριάζει το δρόμο, τις ανηφοριές, και την κούραση. Ρεμβάζει κι αναπολεί, συλλογιέται και μετεωρίζεται ψυχικά στα ψηλώματα. Εδώ στο νησί του, η ψυχή του φτερουγίζει αποδημητική στις κορυφές και τα ψηλώματα της ασίγαστης καλλιτεχνικής του δημιουργίας. Γίνεται ένα με τους ταπεινούς ανθρώπους του νησιού, ακούει με θαυμασμό παιδιού τίς διηγήσεις τους και με τον ίδιο θαυμασμό γυρίζει στα ξωκκλήσια και στα πανηγύρια, αποζητώντας το γλυκασμό και τη λύτρωση της θρησκευτικής γαλήνης. Μαζεύει τα ιστορικά του νησιού, τα παλιά χρονικά και συνθέτει τα τελευταία του διηγήματα, του δειλινού της ζωής του, τα πιο μεστά και πιο ολοκληρωμένα.
Δεν πέρασαν, όμως, δυο χρόνια, κι υστέρα από μια επιδείνωση της υγείας του ο Παπαδιαμάντης το Γενάρη του 1911 παράδωσε την ψυχή του στον Ύψιστο, αφού πρωτύτερα είχε κοινωνήσει, νιώθωντας τα χερουβείμ να τον παίρνουν στην παντοτινή πατρίδα τους. Η κηδεία του έγινε μέσα στα δάκρυα καί στο ανυπόκριτο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Μόλις μαθεύτηκε ο θάνατος του το πένθος έγινε πανελλήνιο. Οχι μόνο στην Αθήνα και την επαρχία, αλλά καί στην υποδουλωμένη καί ξενιτεμένη Ελλάδα. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Οι ποιητές μας του έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφυράς κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος «Φέξη» λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, πού έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924 ο Ελευθερουδάκης εκδίδει τα «Απαντα» του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 γίνεται ή γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκίαθο, ενώ στίς εφημερίδες «Ελεύθερον Βήμα» καί «Πολιτεία» δημοσιεύονται τα τελευταία άγνωστα διηγήματα του. Το 1933, επισκεφτήκανε τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του Γάλλοι καί Έλληνες. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά καί πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολούνται πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γ. Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του. Αρχίζει άπω τους λογοτέχνες μας ή κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Μια ομίχλη σκεπάζει τα πάντα. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, πού να δίνουν κάτι το θετικό, που να είναι βγαλμένα από την αντικειμενική μελέτη του έργου του. Σε όλα αυτά τα δημοσιεύματα υπάρχει ζήλος, θαυμασμός, προσπάθεια κατανόησης, αλλά πολύς υποκειμενισμός. Ακόμα κι ως το 1940 ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί να είναι ένα μετέωρο, κάτι το απροσδιόριστο, το μυστηριακό και μακρινό, κάτι το απροσπέλαστο, γιατί λείπει από τους κριτικούς ο έλεγχος, το βαθύτερο κοίταγμα, το κοσκίνισμα που θα μας δώσει ξεχωριστά τν καρπό του έργου του.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι: ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλους, ο Κορομηλας, ο Ι. Ζερβός, ο Δημ. Χατζόπουλος (Μποέμ), είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες: ο Ροΐδης, ο Βλάχος, ο Μητσάκης, ο Δαμβέργης, ο Κονδυλάκης, ο Ξενόπουλος, ούτε λέξη για το έργο του. Τον διεκδικούν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα είκοσιπεντάχρονά του στον «Παρνασσό» πάλι το 1908, μΟνο Ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης γράφει: «Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης...». Οι επιφυλάξεις έξακολουθούν. Ο πάντα ανοιχτομάτης Ξενόπουλος διστάζει να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που «δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης». «Ενα περιβόλι, γράφει, είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...). Παντού τα συγκεκριμένα καί τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Είκόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα 1906 : «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(...) την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου καί μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (...). Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής...».
Αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης. Ενας μεγάλος συγγραφέας καί μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μια ζωή στα πλαίσια της αγιοσύνης, έχοντας για συντροφιά την απέραντη αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους του νησιού του και της πόλης, τον άσβεστο ερωτά του προς τη φύση, καί τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη καί τα έθιμα της πατρίδας μας.
Διαβάστε τη "Φόνισσα"
Διαβάστε το " Όνειρο στο κύμα"
Διαβάστε τη "Στρίγγλα Μάνα"
Έργα του
Μυθιστορήματα
Η Μετανάστις (1880)
Οι Εμποροι των Εθνών (1883)
Η Γυφτοπούλα (1884)
Χρήστος Μηλιόνης
Η Φόνισσα
Ποιήματα
Στην Παναγίτσα στο Πυργί
Προς την μητέρα μου (1880)
Δέησις (1881)
Εκπτωτος ψυχή (1881)
Η κοιμαμένη βασιλοπούλα (1891)
Το ωραίον φάσμα (1895)
Εις τους αδελφούς Γιαννάκην και Κώστα Γ. Ραφτάκη (1902)
Νύχτα βασάνου (1903)
Το μοιρολόγι της φώκιας (1908)
Επωδή παπά στη χολέρα (1879)
Επωδή γιατρού στη χολέρα (1879)
Το τραγούδι της Κατίνας (1892)
Εις ιππεύουσαν Παναγυριώτισσαν (1907)
Ερωτες στα κοπριά (1907)
Διηγήματα
Το Χριστόψωμο (1887)
Αγάπη στον κρεμνό
Αγια και πεθαμένα (1896)
Ανθος του γιαλού
Αψαλτος
Γούτου Γουπάτου
Γυναίκες της προσμονής και του καημού
Εξοχική Λαμπρή
Ερως - Ηρως (1896)
Ζάνος Χαρίσης
Η αποσώστρα (γραμμένο στη δημοτική)
Η βλαχοπούλα (1893)
Η Μαυρομαντηλού (1891)
Η Νοσταλγός
Η Σταχτομαζώχτρα
Η τύχη απ'την Αμέρικα (1901)
Η Φαρμακολύτρια
Η Χολεριασμένη
Θαλασσινά ειδύλλια
Ο Αλιβάνιστος
Ο Αμερικάνος (1891)
Ο Βαρδιανός στα Σπόρκα
Ο Ερωτας στα χιόνια
Ο Νεκρός Ταξιδιώτης
Ο πανδρολόγος (1902)
Ο Χριστός στο κάστρο
Οι λίρες του Ζάχου
Οι μάγισσες (1900)
Ολόγυρα στη λίμνη (1892)
Ονειρο στο κύμα (1900)
Πατέρας στο σπίτι
Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου
Στην Αγι-Αναστασία
Στο Χριστό, στο κάστρο (1892)
Στρίγκλα Μάνα
Τ'αγνάντεμμα (1899)
Τ'αστεράκι (1908)
Τα δυό τέρατα (1909)
Τα μαύρα κούτσουρα
Τα ρόδινα ακρογιάλια
Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη
Το ενιαύσιον θύμα (1899)
Το Λάβαρον
Το μοιρολόγι της φώκιας (1908)
Τρελλή βραδυά (1901)
Υπηρέτρα (1888)
Υπο την βασιλικήν δρύν (1901)
Φτωχός Αγιος (1891)
Χρυσός και χρυσομηλιγγάτος
Χωρίς στεφάνι
και άλλα 130 διηγήματα...
Συλλογές
Μάγισσες
Νοσταλγός (12 διηγήματα)
Πεντάρφανος
Απαντα 1
Απαντα 2
Απαντα 3
Απαντα 4
Απαντα 5
Αθηναικά διηγήματα
Διηγήματα της Αγάπης
Πασχαλινά διηγήματα
Διηγήματα για παιδιά και νέους
Επιλογή Ι
Επιλογή ΙΙ
Επιλογή ΙΙΙ - Κοινωνικά διηγήματα
Θαλασσινά Ειδύλλια
- Ολόγυρα στη λίμνη (1892)
- Ερως - Ηρως (1896)
- Ονειρο στο κύμα (1900)
- Υπο την βασιλικήν δρύν (1901)
Ναυαγιών ναυάγια και άλλα διηγήματα
Οι Χαλασοχώρηδες και άλλα διηγήματα
Σκιαθίτικα διηγήματα
- Η Μαυρομαντηλού (1891)
- Φτωχός Αγιος (1891)
- Αγια και πεθαμένα (1896)
- Τ'αγνάντεμμα (1899)
- Το ενιαύσιον θύμα (1899)
- Οι μάγισσες (1900)
- Τρελλή βραδυά (1901)
- Η τύχη απ'την Αμέρικα (1901)
- Ο πανδρολόγος (1902)
- Το μοιρολόγι της φώκιας (1908)
- Τ'αστεράκι (1908)
- Τα δυό τέρατα (1909)
Χριστουγεννιάτικα διηγήματα
- Υπηρέτρα (1888)
- Ο Αμερικάνος (1891)
- Στο Χριστό, στο κάστρο (1892)
- Η βλαχοπούλα (1893)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου