Η ΠΡΩΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ 1922
Η ανακοίνωση έγινε πριν από λίγες εβδομάδες, τον περασμένο Ιούνιο. Ο τούρκος υπουργός Πολιτισμού Ερτουγρούλ Γκιουνάι χορήγησε στο Φανάρι άδεια να μπορεί κάθε χρόνο να τελεί την ορθόδοξη θρησκευτική τελετή του Δεκαπενταύγουστου στη Μονή της Παναγίας Σουμελά, στην Τραπεζούντα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος ήδη έχει εγκαινιάσει την επαναλειτουργία χριστιανικών εκκλησιών στην Καππαδοκία, διεκδικούσε πολύ καιρό τη δυνατότητα να τελεστεί λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι, το οποίο, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923, αν και έπαψε να είναι κύτταρο της λατρευτικής ζωής της ορθοδοξίας στην περιοχή, συνέχισε να συμβολίζει τις παραδόσεις των Ποντίων Ελλήνων που αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Θα είναι η πρώτη φορά που ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα προεξάρχει θρησκευτικής τελετής στη Σουμελά.
Η προοπτική να επαναλειτουργήσει η Παναγία Σουμελά έπειτα από 88 χρόνια έχει γεμίσει ενθουσιασμό το Πατριαρχείο, έστω κι αν η απόφαση οφείλεται σε σκοπιμότητες του τουρκικού κράτους (το γεγονός αφενός θα άρει τις όποιες αντιρρήσεις έχει ο δυτικός κόσμος για το αν η Τουρκία ευνοεί τις θρησκευτικές ελευθερίες, αφετέρου θα ενισχύσει το ρεύμα του θρησκευτικού τουρισμού στην ενδοχώρα, όπου υπάρχουν πολλά προσκυνήματα της Ορθόδοξίας).
Ε ξίσου ενθουσιώδεις είναι και οι Πόντιοι, που έχουν στενές σχέσεις με τις πατρογονικές εστίες, οι οποίοι ήδη έχουν αρχίσει να μεταβαίνουν στην περιοχή για να μετάσχουν στην τελετή που θεωρούν ιστορική. Εκτιμήσεις φέρουν τους επισκέπτες να ξεπερνούν τους 20.000. Ηδη η κίνηση στην Τραπεζούντα, την πιο κοντινή πόλη στη Μονή της Παναγίας Σουμελά, αλλά και στις γειτονικές Σαμψούντα και Ορντού, είναι αυξημένη. Π άντως, το Φανάρι κρατά χαμηλούς τόνους και συστήνει ηρεμία και σεβασμό στους κανόνες της φιλοξενίας. Σε παρόμοιες τελετές υπάρχει πάντοτε ο φόβος ακραίες πολιτικές δυνάμεις να προσπαθήσουν να προσεταιρισθούν ίδια οφέλη στο όνομα εθνικιστικών παθών με κίνδυνο να αμαυρωθεί η ατμόσφαιρα κατάνυξης που προϋποθέτουν οι θρησκευτικές γιορτές.
Ο νομάρχης της Τραπεζούντας, Ρετζέπ Κιχζιλτζίκ, από την πλευρά του, τόνισε ότι οι αρχές θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια για την ασφαλή παραμονή των ορθόδοξων προσκυνητών στην Τουρκία. Μάλιστα, παρά τη νομοθεσία που απαγορεύει την εκτός ναών κυκλοφορία ιερέων όλων των θρησκειών με ιερατική στολή (εκτός των αρχηγών τους), οι ορθόδοξοι ιερείς που θα φτάσουν στην Τραπεζούντα για τη Θεία Λειτουργία θα μπορέσουν να μείνουν με τις στολές τους καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας.
Κ αθώς το προσκύνημα συμπίπτει φέτος με το Ραμαζάνι, οι τουρκικές αρχές εξέφρασαν την ελπίδα ότι θα επιδειχθεί κατανόηση από την πλευρά των ορθόδοξων προσκυνητών και ζήτησαν να αποφύγουν τη λήψη τροφής ενώπιον κοινού, αλλά και τη χρήση εθνικιστικών συνθημάτων.
Οι θρύλοι
Οι ληστές και τα Καμένα
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε μία τέτοια επιδρομή έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς, λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή δεν συμφωνούσαν στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
«Εμένα να μη με λογαριάστε» είπε ένας από τους τρεις και αποτραβήχτηκε. Οταν ένας από τους δύο σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα στα δύο μια βροντή ακούστηκε και μια αστραπή- κεραυνός άναψε το δάσος. Οι δύο ληστές εγκατέλειψαν την Εικόνα και έφυγαν τρομαγμένοι αλλά δεν πρόλαβαν να σωθούν. Κάηκαν ζωντανοί. Ο τρίτος, μετανιωμένος, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε την Εικόνα που βρέθηκε σε κοίλωμα βράχου κοντά στο αγίασμα. Το μέρος εκείνο που πήρε φωτιά ονομάστηκε «Καμένα» και ο ληστής που μετάνιωσε έγινε μοναχός και βοήθησε μαζί με άλλους καλογήρους να ξαναχτιστεί το μοναστήρι.
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1467-1520) περνούσε από την Τραπεζούντα με προορισμό τη Βαγδάτη, επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη με την Περσία. Σταμάτησε στη Μονή για να ξεκουραστεί και, για ένα βράδυ, δέχθηκε τις φιλόφρονες περιποιήσεις των μοναχών. Ο Σελήμ εντυπωσιάστηκε από την τάξη που επικρατούσε στη Μονή και ρώτησε τον ηγούμενο πώς καταφέρνουν και τα προλαβαίνουν όλα, ώστε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. «Διότι δεν αναβάλλομε για το πρωί της αύριον την εργασίαν της εσπέρας της σήμερον», του απάντησε εκείνος.
Την επόμενη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να χαράξουν αυτό το απόφθεγμα, που τόσο τον εντυπωσίασε, στο αργυρένιο «ιμπρίκι» του νιπτήρα του, για να το χρησιμοποιεί ως οδηγό στην καθημερινότητά του. Οταν αργότερα έφτασε με τον στρατό του στα περίχωρα της Βαγδάτης, μπροστά στο ισχυρό φρούριο που έπρεπε να καταλάβει, τον επισκέφθηκε πρεσβεία των πολιορκουμένων. Οι Πέρσες του είπαν ότι η πόλη αποφάσισε να παραδοθεί την επαύριο και τον παρακάλεσαν να ανακόψει την πορεία του εκείνη τη μέρα.
«Αύριο», του είπαν, «θα μπορείς να μπεις νικητής, αφού η πόλη θα σου παραδοθεί, και να απολαύσεις τον θρίαμβό σου». Ομως ο Σελήμ οδηγούνταν πια από το ρητό του γέροντα της Μονής της Παναγίας Σουμελά.
Και δεν ανέκοψε την πορεία του. Η πόλη κατελήφθη την ίδια εκείνη μέρα. Για να πληροφορηθεί ότι, αν περίμενε όπως του ζήτησε η πρεσβεία των πολιορκουμένων, θα έφταναν σημαντικές δυνάμεις που αναμένονταν με αποτέλεσμα η κατάληψη της Βαγδάτης να γίνει αμφίβολη και, πάντως, σίγουρα πολύνεκρη.
Ενα προσκύνηματο 1911
Ο Σταύρος Κανονίδης, κάτοικος της ευρύτερης περιοχής της Τραπεζούντας, περιγράφει την επίσκεψή του στην Παναγία Σουμελά το 1911 με τα πόδια, όταν ήταν ακόμα παιδί, χωρίς την έγκριση των γονιών του. Το κείμενό του είναι από τις πλουσιότερες σωζόμενες περιγραφές του οδοιπορικού στη Μονή εκείνη την εποχή, όταν οι προσκυνητές έφταναν πεζοί.
«Ετούτα εδώ που θα ιστορήσω είναι μια υπόθεσις παρακοής. Και κάθε παρακοή έχει μαζί της, μέσα της, το σπέρμα της τιμωρίας. Το ότι εδώ η τιμωρία ήταν απαλή, το εξηγεί η ουσία της παρακοής που ήταν ευλαβής.
Για να πω την αλήθεια, μόνος μου εγώ δε θα το είχα επιχειρήσει αυτό που έγινε. Ούτε και θα μου περνούσε από το νου. Η σύλληψις ήταν του Γερίκα του Παπαναστάση και η δική μου αμαρτία το ότι δεν είχα τη δύναμη να αντισταθώ στον πειρασμό, που ήταν όμως μεγάλος. Αγκαλά, αν είχα με το πρώτο αρνηθεί, ούτε κι εκείνος θ΄ αποκοτούσε μοναχός του.
Ήταν παραμονές του ενηάμερου της Παναγίας. Οι μητέρες μας του Γερίκα και η δική μου και κόσμος πολύς από τη γειτονιά μας, που δεν είχαν πάγει στη μνήμη της Δεκαπενταύγουστο, συμφωνήσανε να πάνε τώρα στα ενηάμερα. Κι επήγαν όχι την προπαραμονή, αλλά τέσσερις μέρες πριν, όπως συνηθίζετο. Θα είχαν όλο τον καιρό να νηστέψουν, να εξομολογηθούνε, να μεταλάβουν. Τέλος θέρου ήταν κι αραίωναν κάπως οι σκληρές δουλειές του καλοκαιριού. Έτσι μπορούσε μια νοικοκυρά να ξεφύγει από τις καθημερινές λάτρες. Ξεκούραση ψυχής μαζί και σάρκας. Σοφό και το ότι είπαν να μη σύρουν κουτσούβελα και αμαρτίες από κοντά. Η μάνα μου μας τα εξήγησε όλα καλά πριν φύγει. Με είχε κιόλας πάει, τη χρόνια που πέρασε, μαζί της στο μοναστήρι, που με είχε ταμένον, από βαριά αρρώστια που είχα περάσει. Με χαρτζηλίκωσε με πενήντα παράδες, ένα καινούριο κέρμα των δέκα καπικίων, πράγμα σπουδαίο. Δεν μου συγχωρούνταν, λοιπόν, αυτό που έγινε. Έλα όμως που δεν ήταν το ίδιο και για τον Γερίκα, που τον έγελασαν, έλεγε, και ούτε το ήξερα πως θα πήγαιναν οι δικοί του. Και το έμαθε αφού έφυγαν.
Μίαν ολάκερη μέρα με κατηχούσε, για να μου πάρει το ναι. Δεν θα ήταν αλήθεια αν έλεγα πως δεν το ήθελα. Όποιος κάμει τρεις φορές το προσκύνημα στη Σουμελά, είναι σαν να πήγε μια φορά στον Αγιο Τάφο, έλεγαν οι γέροι. Κι εγώ το είχα κάμει μια φορά μονάχα. Με τρόμαζε όμως το τόλμημα. Και οι κίνδυνοι. Μοναχοί μας, χωρίς συντροφιά ηλικιωμένων ανθρώπων, είχα το φόβο πως δεν θα τα βγάζαμε πέρα με το καλό. Μια φορά τον περάσαμε τον δρόμο. Και ξέραμε πως εκεί, προς τα Καμένα, το μονοπάτι εδιχάλωνε σε ένα σημείο κι όλοι λέγανε πως ήταν εύκολο να μπερδευτεί κανείς εκεί και να χαθεί αν δεν είχε καλωσύνη. Και ο καλός καιρός στα μέρη εκείνα ήταν λαχείο. (...)
Δεν ξεκινήσαμε “σύννυχτα”, γιατί τον αγαπούσαμε κ΄ οι δύο μας τον αυγινό ύπνο. Δε βγήκε όμως ο ήλιος, όταν αφού σκαρφαλώσαμε “κοφτά” “ας τα Πλακία” αφήσαμε πίσω μας τα “Κώμια”, του “Κολέα” και ζυγώναμε στον “Καταρράκτη”. (...)
-Κρατείς λεπτά μαζί σου; Ρώτησε ο Γέρικας. Του είπα για τις πενήντα παράδες. Είχε κι εκείνος άλλες τριάντα. Μας φτάνανε. Το πολύ που θα μας χρειαζόντανε ήταν να πληρώσουμε κάναν Τούρκο τσομπάνη, αν χρειασθεί, να μας δείξει το μονοπάτι. (...)
Οι καλύβες του Μετζητιού ήσαν αδειανές. Της Αησιωτήρας, στις 6 Αυγούστου, τελειώνει ο θέρος στα τσαΐρια και τότες κατεβαίνουν από τα ψηλά οι ρωμάνες, κι οι βουκόλοι και τα γελάδια στα χαμηλά. Έτρεξα όμως να δω την καλύβα του παππού, το Χατζηφωτέικο, και σμίξαμε πάλι στη βρύση για να ξεδιψάσουμε, γιατί πολύ δρόμο από δω και πέρα δεν θα βρίσκαμε νερό. Τώρα το δρομάκι άνοιγε στο φρύδι του διάσελου μονότονο, ατελείωτο. Αφήκαμε δεξιά το Μυλοκοπείον, το νταμάρι όπου έκαβαν τις μυλόπετρες. Προσπεράσαμε τον Αηστοφόρο, λαραχανίτικο στανοτόπι.
Ενα κοπάδι, θα ήταν καμιά διακοσαριά πρόβατα, ερχόταν προς το μέρος μας. (...) Ηταν οι πρώτες ζωντανές ψυχές από τον Αεν-Ζαχαρέαν κι εδώθε που ανταμώναμε. Θα ήταν οι τελευταίες. Τούτη η σκέψη μας έκανε να πάρουμε γρήγορα γρήγορα την απόφαση να ρωτήσουμε για το δρόμο. Ο Γερίκας προχώρησε κι έπιασε κουβέντα. Κουβέντα είναι ένας λόγος. Το τι θα ρωτούσαμε το είχαμε μιλήσει όχι μια φορά στο δρόμο. Εξεσκονίσαμε τις λιγοστές απαραίτητες λέξεις που ξέραμε. Και δοκιμάσαμε να τις βάλουμε στην αράδα. Ετσι όπως τα μωρά.
- Μαριάμ ανά, γιολού.
Θα ρωτούσαμε το δρόμο της Παναγίας, κι αυτός θα καταλάβαινε. Κι αλήθεια, δε δυσκολεύτηκε να μπει στο νόημα αμέσως. Είδα ν΄ ανοίγει μεγάλα τα μάτια του. Ηταν απορία στο βλέμμα του και θαυμασμός, αλλά ήταν και φιλία. Πρόσχαρη παιδική ανταπόκριση.
Για το Μοναστήρι; Δεν έχουμε να περπατήσουμε πολύ ακόμα, ως εκεί που χωρίζει το μονοπάτι. (...)
Ανεβήκαμε τη μεγάλη πέτρινη σκάλα, με τα εξήντα στενά σκαλοπάτια της και φτάσαμε στην πύλη. Στη Σουμελά αν δεν δρασκελίσεις αυτή την πόρτα, ούτε βλέπεις, ούτε μαντεύεις τίποτα. Κι αφού μπεις θα κατέβεις άλλα εκατό παραπάνω από διπλάσια, ξύλινα ετούτα. Μόνο τότε θα αρχίσει να σου αποκαλύπτεται η πελώρια σπηλιά, όπου η ευλάβεια των γενεών δουλεύοντας με υπομονή και με αγάπη, πολλούς αιώνες, την έκανε ασκητήριο ψυχών και προσκύνημα λαών. Την γέμισε εκκλησίες και παρεκκλήσια και μελετητήρια και σκήτες. Την ζωγράφισε και την ωράισε και τα έβαλε όλα στην υπηρεσία της πνευματικότερης ανθρώπινης ανάγκης, της λατρείας του Θεού. Η Σουμελά είναι ένας πελώριος οικισμός, όπου τ΄ αχνάρια όλων των εποχών, από τότε που πρωτοστήθηκε, τα ξεχωρίζεις στην αδιάλειπτή τους συνέχεια. Θεμελιωμένος πάνω σε γκρεμό που κατηφορίζει δασωμένος προς την κοιλάδα που την μαντεύεις, δεν την βλέπεις... έχεις την εντύπωση πως μετεωρίζεσαι πάνω από κόσμο αλλοτινό. Τετραώροφο είναι τούτο το κτίσμα του κεντρικού ξενώνα.
Άλλο τόσο, όσο του ξενώνα το ύψος, πιάνει η πέτρινη θεμελίωση με τις αποθήκες του Μοναστηριού και δεν κατορθώνει όλο τούτο το ανθρώπινο κτίσμα να φτάσει στα μισά του ύψους της θεόρατης πύλης, που τελειώνει σε ένα ημιθόλιο, σαν τα γνώριμα του Αγίου Βήματος των Βυζαντινών μας εκκλησιών. Κάτω από αυτό το ημιθόλιο, σε μια αρμονική αταξία συνωθούνται κελιά, ξενώνες, καμπαναριά, εκκλησίες, προαύλια παλιά και νεότερα, όπου τις ημέρες του Δεκαπενταύγουστου βούιζαν σαν μελίσσια χιλιάδες ανθρώπων. »Στο κέντρο του ημιθόλιου, λίγο ψηλότερα από το επίπεδο του τελευταίου ορόφου των ξενώνων, ένα άλλο βαθύτερο άνοιγμα στην κοιλιά του βράχου σχηματίζει το καθολικό της Κοιμήσεως, που μονάχα η πρόσοψις και η γωνία του μεσημβρινού του κλήτους αντιπροσωπεύει ανθρώπινο κτίσμα. Όλη η ορoφή της δεύτερης τούτης σπηλιάς είναι ιστορημένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ιστορημένοι και οι κτιστοί τοίχοι μέσα κι όξω, όπως και όλη η εξωτερική επιφάνεια του κουβουκλίου του Αγίου Βήματος, που ξεβαίνει λίγο πλάγια, προς τα αριστερά της πρόσοψης, μικρό σαν κομψοτέχνημα, με τον μικρό του τρούλο και με την λεπτότητα των γραμμών και τη χάρη της Γοργοεπήκοης της Αθήνας.
Ο χρόνος, οι ομίχλες και οι καπνοί έχουν αδικήσει την πλούσια εικονογράφηση. Μικρός όσες φορές πήγαινα, με στεναχωρούσε πολύ η αδυναμία μου να τους εξηγώ τούτους τους σκοτεινούς τετράγωνους πίνακες στους τοίχους, ένοιωθα την ίδια αδυναμία και την ίδια περιέργεια που νοιώθει κανείς μπροστά σε βιβλίο, όπου τα γράμματα του είναι γνωστά, άγνωστες όμως οι λέξεις. Μεγάλος όμως δεν είχα την τύχη να τις ξαναδώ...».
Το κείμενο του Σταύρου Κανονίδη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ποντιακή Εστία», τχ. 484-488, 1951
Σχετικοί σύνδεσμοι:
2.Ψηφιακό λεύκωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου